Découvrez qui nous sommes

Achetez nos créations en ligne

 
 

Contactez nous

μάνα - Λεξικό Συνώνυμα Αντώνυμα Σημασία Αντίθετα Ερμηνεία
μάνα λεξικό. μάνα συνώνυμα. μάνα αντίθετα. μάνα σημασία. μάνα αντώνυμα. μάνα ορισμός. μάνα
πούτσα - Βικιλεξικό
Η φράση κατ’ εξαίρεση χρησιμοποιείται καμιά φορά και για άντρες, και έχει συνώνυμα τα: μανούλα, μαφία. ΙΙΙ / Επινοητική π.χ. Μα καλά, πού το σκέφτηκε η πουτάνα;Εκφράζει απορία, θαυμασμό και
πόρνη - Βικιλεξικό
πόρνη - WordReference Greek-English Dictionary. Κύριες μεταφράσεις: Ελληνικά: Αγγλικά: πόρνη β συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.
πουτάνα - Λεξικό Συνώνυμα Αντώνυμα Σημασία Αντίθετα
πουτανα συνώνυμα πουτάνα λεξικό. πουτάνα συνώνυμα. πουτάνα αντίθετα. πουτάνα σημασία. πουτάνα αντώνυμα
πούστης - Βικιλεξικό
Η φράση κατ’ εξαίρεση χρησιμοποιείται καμιά φορά και για άντρες, και έχει συνώνυμα τα: μανούλα, μαφία. ΙΙΙ / Επινοητική π.χ. Μα καλά, πού το σκέφτηκε η πουτάνα; Εκφράζει απορία, θαυμασμό και
κλάνω - Βικιλεξικό
Πουτάνα και αυτογνωσία Ο χαρακτηρισμός «πουτάνα» για μια γυναίκα, ακόμα και στην πιο ήπια χαζοναζιάρικη έκφρασή της π.χ. «πουτανίτσα μου εσύ», ανέκαθεν ακουγόταν κάπως και αντιμετωπίζεται, από τη γυναίκα καταρχάς, ως
Πουτάνα - Blogger
πουτανα συνώνυμα Ελληνικά (el): ·αφήνω μια κλανιά· (μεταφορικά) περιφρονώ··↑ κλάνω στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για …
κλάνω - Βικιλεξικό
Exact matches only. Exact matches only . Search in title
πουτάνα - cySlang
πουτάνα - WordReference Greek-English Dictionary. Κύριες μεταφράσεις: Ελληνικά: Αγγλικά: πουτάνα β συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.
Γαλλικό λεξικό ελληνικό μετάφραση online ΛΕΞΙΛΟΓΟΣ
Ελληνικά (el): ·η συμπεριφορά της πουτάνας· (κατ’ επέκταση) (προφορικό) τρόπος συμπεριφοράς με κύριο γνώρισμα την πονηριά ή ακόμη κι άλλα αθέμιτα μέσα ≈ συνώνυμα
Eτυμολογικά - Zougla
Ελληνικά (el): ·(χυδαίο) το πέος το μυαλό του το έχει στην πούτσα του· (αργκό) (μεταφορικά) η ήττα, ο εξευτελισμός φάγατε μεγάλη πούτσα χθες··↑ πούτσα στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του
Η ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 1 ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΜΙΑ …
πουτανα συνώνυμα Πουτάνα και αυτογνωσία Ο χαρακτηρισμός «πουτάνα» για μια γυναίκα, ακόμα και στην πιο ήπια χαζοναζιάρικη έκφρασή της π.χ. «πουτανίτσα μου εσύ», ανέκαθεν ακουγόταν κάπως και αντιμετωπίζεται, από τη γυναίκα καταρχάς, ως

1

1

πουτανα συνώνυμα

λαιβ καμ σεξ

μουνακια βιντεο

συνταγες για μπουφε γενεθλιων

τι ειναι το πρωκτικο σεξ

αυτοκολλητα με σεξ